κοινοβουλευτισμός

κοινοβουλευτισμός
ο парламентаризм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοινοβουλευτισμός" в других словарях:

  • κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβουλευτισμός — ο πολιτικό σύστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση πρέπει να προέρχεται από τη λαϊκή θέληση, κοινοβουλευτικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεσμός δικαίου — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη κατηγορία εννόμων σχέσεων, για παράδειγμα ο θεσμός της ιδιοκτησίας, του γάμου, της γονεϊκής εξουσίας στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, και ο θεσμός της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας της… …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… …   Dictionary of Greek

  • λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Μάξιμος, Σεραφείμ — (Γάνος Ανατολικής Θράκης 1899 – Βιέννη 1962). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και παρέμεινε εκεί έως το 1922, δρώντας ως μέλος της Πανεργατικής Ένωσης. Διετέλεσε πολλές φορές αντιπρόσωπος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»